- απάτη
- I
Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά αθέμιτη που αποβλέπει στον παραμερισμό ξένων δικαιωμάτων, προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη δόλιων ενεργειών ή ψευδών δηλώσεων ικανών να οδηγήσουν σε πλάνη τους τρίτους. Ο Aστικός Kώδικας παρέχει το δικαίωμα σε αυτόν που έχει απατηθεί, ο οποίος λόγω της α. προέβη σε ορισμένη δήλωση της θέλησής του (π.χ. σε μονομερή δικαιοπραξία, όπως είναι η υπόσχεση αμοιβής, ή σε διμερή, όπως η αγοραπωλησία), να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας· το δικαίωμα ακύρωσης υπάρχει και όταν αυτός που έκανε την α. είναι τρίτος, εφόσον το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δήλωση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την α. O απατηθείς δικαιούται να ζητήσει και την επανόρθωση της ζημίας που υπέστη ή να θεωρήσει τη δικαιοπραξία έγκυρη και να ζητήσει μόνο αποζημίωση. Στο ποινικό δίκαιο η α. τιμωρείται ως ιδιώνυμο αδίκημα. Για να υπάρξει α., πρέπει ο δράστης να αποβλέπει να πραγματοποιήσει για τον εαυτό του ή για τους άλλους «παράνομο περιουσιακό όφελος» και να βλάψει την ξένη περιουσία με ψευδείς δηλώσεις ή παρασιώπηση της αλήθειας, που έχουν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν τα θύματα της α. σε ορισμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών ή τουλάχιστον δύο ετών, σε περίπτωση που η ζημιά που προκάλεσε είναι πολύ μεγάλη. Με κάθειρξη (μέχρι 10 ετών) τιμωρείται αυτός που απατά κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή όταν κρίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ιδιαίτεροι ορισμοί υπάρχουν σχετικά με την α. ασφαλειών, την «απατηλή πρόκληση βλάβης» (χωρίς πρόθεση κέρδους) κ.ά. Ειδικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να προβλέπονται από ειδικούς νόμους στους διάφορους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.II(apate). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των απατιδών. Τα έντομα αυτά ζουν σε χώρες της Ευρώπης και της Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 5 έως 15 χιλιοστά. Προσβάλλουν τους κορμούς και τα κλαδιά των δέντρων κατατρώγοντάς τα και σχηματίζοντας στοές μέσα σε αυτά. Τα πιο γνωστά είδη είναι η α. η καπουκίνος,που προσβάλλει τις βελανιδιές, τις καρυδιές και άλλα δέντρα και η α. η ακανθωτή,που ζει παρασιτικά στα αμπέλια, όπου εισχωρεί μέσα στο ξύλο του κορμού και αποθέτει τα αβγά της, με αποτέλεσμα αυτός να ξεραίνεται και να σπάει εύκολα.* * *η (AM ἀπάτη)1. το να μεταχειρίζεται κανείς για δική του ωφέλεια ψεύδος ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, ξεγέλασμα, δολοπλοκία2. δολιότητα, πανουργίανεοελλ.1. το να απατάται κάποιος, να κάνει λάθος («οπτική απάτη»)2. έγκλημα που στρέφεται κατά περιουσιακών δικαιωμάτωναρχ.1. το να περνά κανείς ευχάριστα τον καιρό του, η διασκέδαση2. προσωποπ. η Απάτη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο συσχετισμός της λ. με το ηπεροπεύς «απατεών, δόλιος» είναι και μορφολογικά δυνατός και σημασιολογικά αντίστοιχος. Ο τύπος αυτός οδηγεί σε θέμα σε ρ, ν (*άπαρ, *άπνος), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. *απ -ν -τά. Η σύνδεση με α- στερ. + πατέω, πόντος «τόπος χωρίς δρόμο, πλάνη» δεν είναι ικανοποιητική. Ο χωρισμός της λ. ως απ-άτη δεν δικαιολογεί την ταύτιση του β' συνθ. με τον τ. άτη, λόγω της μακρότητας του α- της λ. άτη. Οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. απάτη με το ιάπτω, ίπτομαι, αρχ. ινδ. aka- «οίκτος, πόνος», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη είναι η χρήση της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια σημασία «πλάνη» και σπανιότερα «δόλος, τέχνασμα». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «ονειροπόλημα» προήλθε η σημασία «διασκέδαση, ευχαρίστηση».ΠΑΡ. απατεώνας (-εών), απατηλός, απατώαρχ.απατεύω, απατήλιος.ΣΥΝΘ. αρχ. εξαπάτηνεοελλ.αυταπάτη, μικροαπάτη, ναυταπάτη οφθαλμαπάτη].
Dictionary of Greek. 2013.